Βρίσκομαι στο δρόμο για Νέα Υόρκη και μαζεύω με μανία την άσφαλτο που βράζει κάτω από τον αυγουστιάτικο ήλιο με μια ασημένια Πόρσε. Τα Σπαθιά λυσσάνε τραγουδώντας «ο δρόμος είν’ αλήθεια, χίλια κι ένα παραμύθια, είναι το σπίτι μας-δεν έχει τέλος…».Στο διπλανό κάθισμα λαγοκοιμάται ένα μπάσταρδο κουτάβι που παραλίγο να λιώσω έξω από την Τιχουάνα. Δε θυμάμαι πόσα χρόνια είμαι στο δρόμο- η φάτσα μου όμως στον καθρέφτη είναι ίδια με τη φωτογραφία στο απολυτήριο λυκείου.
Τα μάτια μου καίγονται από μια απροσδιόριστη λάμψη. Κόβω ταχύτητα να μη με βρει η δευτέρα παρουσία σα χαλκομανία. Μπλόκο στη μέση του πουθενά. Το αστέρι του νόμου πάνω σ’ ένα τζιν πουκάμισο δεν είναι και τόσο γυαλιστερό από κοντά τελικά. Και η φάτσα του σερίφη μοιάζει με ένα σκίτσο που έχω δει εκατομμύρια φορές σ’ αυτή τη ζωή μου.
-Καλώς το Σένα! Δεν κρατιέται το ρημαδιασμένο, ε; Άδεια και δίπλωμα, φιλαράκο…
Οι εμπειρίες διδάσκουν ψυχραιμία. Έχω δικαίωμα να μη μιλήσω γιατί ό,τι πω μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον μου. Το ξέρω από τον κινηματογράφο αυτό. Αλλά άντε να βρίσκεις δικηγόρο τώρα.
-Λοιπόν, το αυτοκίνητο το έκλεψα από το Τζέιμς Ντιν και γι’ αυτό ζει ακόμα αν θες να ξέρεις. Εκτιμώ το γούστο του, πάντως.
-Χίλια δολάρια πρόστιμο για υπέρβαση ορίου ταχύτητας, μάγκα μου, και έχεις πορεία ακόμα.
Το μόνο νόμιμο χρήμα που κουβαλάω είναι οι εισπράξεις από την τελευταία συναυλία των Μάγων του Ροζ στο Τόκιο. Εδώ σε θέλω μάστορα!
-Είσαι άτυχος, ούτε σεντ δεν υπάρχει.
Ο ξένοιαστος μπάτσος χαμογέλασε και πέταξε ένα κέρμα στον αέρα.
-Πες μου ένα καλό ψέμα, ξένε, κι εγώ θα φύγω από το δρόμο σου.
Δέκα Λαμποργκίνι στροφάρισαν στο μυαλό μου. Διάβολε, ο Τζιμ Άνταμς ήταν αυτός απέναντί μου. Ο μικρός σερίφης!
-Τι γυρεύεις εσύ εδώ; Και γιατί είσαι μόνος σου;
-Πες πως όλα ξεκίνησαν όταν άκουσα το Walk on the wild side του Lou Reed. Λοιπόν;
Δε με έπαιρνε για ψέματα. Ό,τι ήταν να γίνει, θα γινόταν.
-Υπάρχει ένα τραγούδι που έχει στοιχειώσει τη ζωή μου εδώ και δεκαεφτά χρόνια. Το έγραψε ο Jack Green και όταν το άκουσα τυχαία σε ένα μπαρ πρώτη φορά μου έφυγε το κεφάλι!
-Τυχαία είπες; Τίποτα δεν είναι τυχαίο, φιλαράκο. Ακόμα να το μάθεις αυτό;
Το ήξερα. Μα υπάρχουν φορές που δεν θέλω να το πιστεύω. Κοίταξα τον ουρανό και για μια στιγμή μου φάνηκε πως ένα σμήνος αλμπατρός μας χαιρετούσε.
-Το τραγούδι μου έγινε έμμονη ιδέα. Στην αρχή, ήθελα να αποκτήσω το δίσκο. Έψαχνα στα πιο απίθανα μέρη και τελικά τον αγόρασα σ’ ένα μικρό μαγαζί γεμάτο από τόνους μεταχειρισμένου βινυλίου. Όμως αυτό δεν ήταν αρκετό. Όσο περισσότερο άκουγα ξανά και ξανά το ίδιο τραγούδι, τόσο περισσότερο βυθιζόμουν στο μύθο της Βαλεντίνας. Γυρνάω τόσα χρόνια αλλά ακόμα δεν έχω βρει το κορίτσι του τραγουδιού. Γυρεύω την Βαλεντίνα, Τζιμ… Ψάχνω να βρω ένα φάντασμα που κάποτε θα πάρει κόκαλα και σάρκα στο ταξίδι μου.
Είδα μια χορεύτρια στα λευκά ντυμένη
να λάμπει περισσότερο από τις φωτεινές επιγραφές των μπαρ
να έρχεται σαν ψίθυρος τόσο απαλός
και να στέκεται ανάμεσα στις λέξεις και σε μένα
Βαλεντίνα, γλυκό λουλούδι του Μέξικο
που φυτρώνει σε απάτητα μέρη
εκεί που μόνο αγρίμια τριγυρίζουν
Σαν ηλιαχτίδα ήρθε
κι έγινε φλόγα δίπλα μου
Μοιάζει με επιθυμία που ανυπομονώ να πραγματοποιήσω
και πλανιέται ανάμεσα στα λόγια και σε μένα
Βαλεντίνα, γλυκό λουλούδι του Μέξικο…
Το τελευταίο πράγμα που με ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή ήταν αν θα με πίστευε ή όχι.
-Υπήρξε κάποια φορά που ένιωσες πως κόντεψες να τη βρεις;
-Όσο νιώθουν οι αλαφροίσκιωτοι πως τους ακουμπά το χέρι του θεού. Μπορεί να βρίσκεται οπουδήποτε και να κάνει τα πιο παράταιρα πράγματα. Να’ ναι καλόγρια, πόρνη, δασκάλα, να μεγαλώνει με στοργή τα παιδιά της, να είναι επαγγελματίας δολοφόνος…δεν ξέρω.
-Μπορεί να απογοητευτείς αν τη βρεις κάποτε. Δεν το έχεις σκεφτεί αυτό;
-To ταξίδι είναι που μετράει. Ακόμα να το μάθεις αυτό;
Πέταξε ξανά το κέρμα στον αέρα.
-Συνέχισε το δρόμο σου, ξένε. Μόνο που θα πρέπει να αφήσεις το αυτοκίνητο εδώ. Ο Τζέιμς Ντην θα γινόταν ένας πολύ άσχημος γέρος, δε νομίζεις; Α, και το κουτάβι να μην το πάρεις μαζί σου. Ένα τσακάλι δε μπορεί να ζήσει σε μια μεγαλούπολη.
Φορτώθηκα το σάκο μου και του έδωσα το χέρι.
-Θα γυρίσεις ποτέ στην Ελλάδα;
-Όταν θα βρεις το κορίτσι που ψάχνεις…
-Πες μου, θα μπορούσες να με συλλάβεις;
- Είσαι στο όνειρό μου πια, φίλε. Να μη μπαίνω μόνο εγώ στα δικά σου… Ώρα καλή!
Είμαι μια ασήμαντη κουκίδα που κινείται αργά στον αυτοκινητόδρομο. Κάπως έτσι θα πρέπει να μοιάζω τώρα για τα αλμπατρός που περνούν αγέρωχα από ψηλά ταξιδεύοντας νότια. Με προσπερνούν ανέμελοι μηχανόβιοι και τεράστιες νταλίκες. Συνοδοιπόροι με διαφορετικούς σκοπούς και προορισμούς που μας ενώνει για λίγο αυτό το τεράστιο ασημένιο φίδι κάτω από τις φθαρμένες κίτρινες μπότες μου. Διακρίνω μια κατάμαυρη φιγούρα κλεισμένη σ’ ένα σκούρο μπλε λινό κοστούμι να κάνει ωτοστόπ. Στα χέρια του κρατάει ένα πανάρχαιο βιβλίο με δερμάτινο κάλυμμα.
-Με συγχωρείτε, μήπως είστε ο John Coltrane;
-Mε γνωρίζεις νεαρέ;
-Έχω ακούσει μερικούς δίσκους σας…
-Λοιπόν;
-Τίποτα…Πηγαίνετε στη Νέα Υόρκη;
-Ναι, με περιμένουν για την ηχογράφηση του A Love Supreme κι εγώ βρίσκομαι ακόμα εδώ να ζητιανεύω λίγα χιλιόμετρα. Και χωρίς σαξόφωνο για να παίξω. Παράτα με τώρα!
Εξαιρετική περίπτωση. Να θες να καπνίσεις και να μην υπάρχει ούτε μια τόση δα φλογίτσα. Το βιβλίο όμως;
-Αυτό που κρατάτε…
-Η Βίβλος είναι, μικρέ. Η Ιερή Βίβλος. Δίχως την αγάπη του θεού, τι να την κάνεις τη μουσική;
-Και δίχως την αγάπη του ανθρώπου, άγιε…
Γύρισα να φύγω.
-Ας αφήσουμε τα μεγάλα λόγια να βρούνε μοναχά τους το δίκιο και το άδικο, μικρέ. Πιο πολύ χαρά σου δίνει το να ψάχνεις κάτι απ’ το να το βρίσκεις.
Δε θυμάμαι τίποτα μετά από αυτή την κουβέντα. Βρίσκομαι ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι νοσοκομείου μάλλον και το αντισηπτικό μου έχει τσακίσει τα ρουθούνια. Νιώθω σα να έχω πέσει ολόκληρος πάνω σε ένα φορτίο καρφίτσες. Είμαι τριγυρισμένος από εκατομμύρια σωλήνες και σωληνάκια και τα μάτια μου έχουν ακόμα τη λάμψη από το αστέρι του μικρού σερίφη. Απέναντί μου, μια κουκλάρα αιχμάλωτη στη λευκή στολή της σημειώνει κάτι σ’ ένα ντοσιέ και στον τοίχο πίσω της κρέμεται μια αφίσα από ένα πίνακα του Ματίς. Έξοχα!
-Επιτέλους, άνοιξες τα μάτια σου!
Η αύρα της φωνής της μου θυμίζει κάτι απροσδιόριστο. Έτσι κι αλλιώς όμως, δε μπορώ να είμαι σίγουρος για τίποτα από όσα συμβαίνουν.
-Πού βρίσκομαι; Πόσο καιρό είμαι εδώ;
Μου χάρισε ένα ατέλειωτο χαμόγελο.
-Όλα θα πάνε καλά, μην ανησυχείς. Δε θέλεις να ξέρεις γιατί βρίσκεσαι εδώ;
Δεν ήξερα αν ήθελα. Και δεν πρόλαβα να απαντήσω.
-Είσαι λοιπόν φιλοξενούμενος της εντατικής εδώ και δεκαπέντε βράδια. Κάποιος σου στόλισε το κρανίο με μια σφαίρα αλλά εσύ τα κατάφερες και ξέφυγες απ’ του χάρου τα δόντια. Μας βοήθησες πολύ. Εκεί όμως που μπερδεύονται τα πράγματα είναι ποιος σου το έκανε αυτό…
Έφτιαξε λίγο τα μαλλιά της με το αριστερό χέρι.
-Υπάρχουν δύο διαφορετικές μαρτυρίες. Ένας νεαρός, ελληνοαμερικάνος στην ηλικία σου, είπε πως σε πυροβόλησαν για να σου πάρουν τα χρήματα που είχες μαζί σου. Κι ένας μαύρος μουσικός κατέθεσε πως σου επιτέθηκαν επειδή κουβαλούσες ένα πολύ σπάνιο αντίτυπο της Βίβλου. Όπως και να έγιναν τα πράγματα, είσαι πολύ τυχερός.
-Πόσο θα μείνω ακόμα;
-Όσο χρειαστεί. Ξεκουράσου τώρα. Είσαι σε καλά χέρια.
Πρέπει να ονειρεύομαι. Δε μπορεί να υπάρχει στον πλανήτη τέτοια θεογκόμενα νοσοκόμα. Μόνο στο σινεμά βλέπεις τέτοια πλάσματα κι εύχεσαι να είσαι μια ζωή άρρωστος για να σε περιποιούνται. Κι άμα γίνεις καλά, φαντασιώνεσαι με όλες τις εκδοχές του Κάμα Σούτρα.
-Και κάτι άλλο… Σε έφερε εδώ ετοιμοθάνατο μια γυναίκα. Μου είπε μόλις συνέλθεις να σου πω ότι θα βρίσκεται στη Λευκάδα, στο μοναδικό σημείο του νησιού που η θάλασσα αγγίζει τον ορίζοντα. Να μη βιαστείς μόνο. Α, και να σου δώσω ένα φιλί…
Έσκυψε και με φίλησε.
-Μου είπε πως τη λένε Βαλεντίνα.